- προκοίλης
- ο, Ν [προκοίλι]αυτός που έχει μεγάλη κοιλιά, κοιλαράς, προκοίλιος*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκοίλης, -ισσα, -ικο — κοιλαράς, προγάστορας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)